Оновлювати στα ελληνικά

Μετάφραση: оновлювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακαίνιση, ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημερωμένη έκδοση, ενημερωμένη, ενημερωμένης έκδοσης
Оновлювати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вексель στα ελληνικά - άκαμπτος, ράμφος, αλύγιστος, λογαριασμός, ισχυρός, νομοσχέδιο, λογαριασμό, ...
  • випуклий στα ελληνικά - αυταρχικός, κυρτός, κυρτή, κυρτό, κυρτού, κυρτά
  • заєць στα ελληνικά - λαγός, Hare, λαγού, λαγό, λαγών
  • кривої στα ελληνικά - γαμψός, καμπύλη, καμπύλης, της καμπύλης, την καμπύλη, καμπύλη που
Τυχαίες λέξεις
Оновлювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακαίνιση, ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημερωμένη έκδοση, ενημερωμένη, ενημερωμένης έκδοσης