Λέξη: διαθλώ

Σχετικές λέξεις: διαθλώ

διαθλώ συνώνυμα

Συνώνυμα: διαθλώ

μεταστρέφω

Μεταφράσεις: διαθλώ

διαθλώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
refract, diffract

διαθλώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
difractar, difractan, difractar la, difractarse, difractan la

διαθλώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beugen, zu beugen, beugt, gebeugt

διαθλώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rompre, réfracter, briser, diffracter, diffracter la, diffractent, de diffracter, diffracte

διαθλώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rifrangere, diffrangere, diffract

διαθλώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
difratar, diffract, difractam, difratam, difractar

διαθλώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breken, buigen, te buigen, afbuigen, diffracteren

διαθλώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преломить, преломлять, дифрагировать, дифрагируют, дифракцию, дифракции

διαθλώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diffract

διαθλώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diffraktera, avböja, diffrakterar

διαθλώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taittavat, diffraktoivat, diffraktoitua, taipuvat

διαθλώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diffraktere, diffract, diffrakterer, afbøje, at afbøje

διαθλώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lámat, rozložit, difrakci, odchylovat, ohýbají

διαθλώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
załamywać, łamać, rozszczepiać światło, uginania, dyfrakcję, dyfrakcji, uginają

διαθλώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elhajít, diffraktálása, téríti, diffraktálása céljából, téríti el

διαθλώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaymak, kırarak dağıtmak, difraksiyon, kırabilen

διαθλώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заломлювати, переломлювати, ламати, переламувати

διαθλώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbërthej, shpërbëj

διαθλώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пречупвам

διαθλώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пераламляць, ламаць

διαθλώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
difraktsioon, difrageerivad, difraktsioon toimuks

διαθλώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prelamati, skretati, difrakcijom, promijeniti difrakcijom

διαθλώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
beygja

διαθλώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Rozszczepiać šviesa

διαθλώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lauzt

διαθλώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
diffract

διαθλώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
difracta, difractă, a difracta, difracția

διαθλώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
difrakcijom, lomi, lomi žarke, lahko lomi žarke, lahko lomi

διαθλώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozložiť, rozdeliť, rozložené, môže rozložiť
Τυχαίες λέξεις