Опанування στα ελληνικά
Μετάφραση: опанування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήψη, μαεστρία, γνώση, κυριότητα, κυριαρχία, εκμάθηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бездонний στα ελληνικά - φοβερός, άπατος, απύθμενος, απύθμενο, πυθμένα, χωρίς πυθμένα, πάτο
- виводитись στα ελληνικά - επώαση, τίθεται, σβήσει, που τίθεται, τεθεί εκτός, βάλει έξω
- доброзичливий στα ελληνικά - προσηνής, αξιαγάπητος, φιλόφρων, πρόσχαρος, φιλικός, φιλάνθρωπος, καλοκάγαθος, ...
- латинізувати στα ελληνικά - εκλατινίζω
Τυχαίες λέξεις
Опанування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήψη, μαεστρία, γνώση, κυριότητα, κυριαρχία, εκμάθηση
Μεταφράσεις: λήψη, μαεστρία, γνώση, κυριότητα, κυριαρχία, εκμάθηση