Особовий στα ελληνικά

Μετάφραση: особовий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτότητα, προσωπικός, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
Особовий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вулиця στα ελληνικά - δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό
  • газолін στα ελληνικά - βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
  • гуманістичний στα ελληνικά - ανθρωπιστική, ουμανιστική, ανθρωπιστικό, ανθρωπιστικά, ανθρωπιστικές
  • какаду στα ελληνικά - είδος ψιττακού, cockatoo, cockatoo του
Τυχαίες λέξεις
Особовий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτότητα, προσωπικός, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές