Λέξη: εκτελώ

Σχετικές λέξεις: εκτελώ

ρήμα αποτελώ, εκτελώ χρέη, εκτελώ συνώνυμο, εκτελώ στα αγγλικά, εκτελώ καθήκοντα, εκτελώ συνώνυμα, εκτελώ αγγλικα, εκτελώ φωνητικές ασκήσεις, εκτελώ in english

Συνώνυμα: εκτελώ

κάνω, κάμνω, πράττω, ποιώ, θεσπίζω, νομοθετώ, παριστάνω, επιβάλλω, ξεθυμαίνω, θανατώνω, παριστάνω εν θεάτρω, διεξάγω, διεκπεραιώνω, ενεργώ, παρέχω τα μέσα, επιτελώ

Μεταφράσεις: εκτελώ

εκτελώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
execute, perform, transact, enact, wreak

εκτελώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fabricar, verificar, representar, ajusticiar, hacer, ejecutar, realizar, desempeñar, llevar a cabo

εκτελώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tun, unterzeichnen, ausführen, spielen, erfüllen, verrichten, leisten

εκτελώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lancer, effectuer, agir, actionner, apparaître, remplir, combler, pratiquer, poser, figurer, exécuter, faire, accomplir, fonctionner, rendre, opérer, réaliser, effectuer des

εκτελώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fare, recitare, effettuare, compiere, eseguire, svolgere

εκτελώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
formar, aparecer, perfeição, actuar, desculpe, fazer, execute, executar, apresentar, realizar, efectuar, desempenhar

εκτελώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
executeren, opdagen, bedrijven, opdraven, uitbrengen, uitvoeren, uitrichten, doen, aanmaken, verrichten, optreden, voeren

εκτελώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
казнить, осуществлять, исполнять, выступать, выполнить, поступать, выполнять, совершать, производить, играть, делать, исполнить, сделать, совершить, разыгрывать, гастролировать, выполнения, выполните, выполняют

εκτελώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
henrette, gjøre, utføre, utfører, å utføre, gjennomføre, foreta

εκτελώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
göra, utföra, utför, genomföra, fullgöra

εκτελώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laittaa, teloittaa, esiintyä, suorittaa, tehdä, toimittaa, näytellä, käynnistää, suorittamaan, suorittavat, suorita

εκτελώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udføre, gøre, servere, forestille, udfører, foretage, at udføre, udfør

εκτελώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vystupovat, zhotovit, fungovat, splnit, udělat, hrát, konat, popravit, předvádět, vykonat, provést, předvést, provádět, uskutečnit, přednést, zastávat, provedení, vykonávat

εκτελώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykonywać, przedstawiać, egzekwować, spełniać, przeprowadzać, uruchomić, tracić, dokonywać, grać, odgrywać, stracić, wykonać, zagrać, uruchamiać, działać, wystawiać, dokonać, wykonywania, przeprowadzić

εκτελώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
teljesít, előad, elvégzésére, végezze, elvégzéséhez

εκτελώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapmak, gerçekleştirmek, yerine, gerçekleştirin, gerçekleştirebilirsiniz

εκτελώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виступити, представляти, робити, виконайте, страчувати, стратити, являти, учиняти, виконувати, виконуватиме, виконуватимуть

εκτελώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbatoj, kryej, kryer, të kryer, kryejnë, kryejë

εκτελώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
представлява, изпълнява, извършване, изпълняват, извършите, извърши

εκτελώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рабiць, выконваць

εκτελώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sooritama, hukkama, teostama, täitma, sooritada, täita, teostada, täitmiseks

εκτελώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvršiti, riješiti, izvesti, igrati, pogubiti, prikazivati, ispunjavati, izvoditi, obavljati, obavljaju

εκτελώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afkasta, fremja, framkvæma, að framkvæma, sinna, framkvæmt, gert

εκτελώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vaidinti, atlikti, vykdyti, atlieka, vykdo, įvykdyti

εκτελώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veikt, izpildīt, veiktu, veic, jāveic

εκτελώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вршат, изврши, вршење на, извршување на, вршење

εκτελώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
efectua, efectueze, a efectua, efectuați, îndeplini

εκτελώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spustit, opravlja, opravljanje, opravljati, opravljajo, izvesti

εκτελώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vykonať, previesť, uskutočniť, urobiť, vykonávať
Τυχαίες λέξεις