Λέξη: ράβω
Σχετικές λέξεις: ράβω
ράβω και πλέκω, ράβω φόρεμα, ράβω φούστα, ράβω μόνη μου, ράβω μπλούζα, ράβω νυφικό, ράβω τα ρούχα μου, ράβω οικογένεια λέξεων, ράβω ρούχα, ράβω πλέκω 7 μέρες tv
Συνώνυμα: ράβω
ράπτω
Μεταφράσεις: ράβω
ράβω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stitch, sew, sewing, sew a
ράβω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
puntada, punto, coser, punzada, cosa, costura, cose, cosen
ράβω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zwergsäger, masche, stich, nadelstich, nähe, vernähen, heften, nähen, steppen, zu nähen, nähen Sie, näht, sew
ράβω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suturer, point, cousez, étrier, cousons, cousent, coudre, couds, couture, suture, coudre des, à coudre
ράβω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cucire, punto, cucitura, cuce, cuci, cucia
ράβω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
costurar, ponto, coser, sevilha, incitar, sew, costure, costura
ράβω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vastnaaien, aanzetten, aannaaien, steek, naaien, naai, te naaien, naait, naai de
ράβω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
строчить, стачать, стежок, прострочить, брошюровать, пришивать, обшивать, заметывать, прошить, пошить, стежка, вшивать, вышить, втачать, прострачивать, прошивать, шить, сшить, шьют, пришить, зашить
ράβω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sy, syr, å sy, fest, syes
ράβω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sy, stygn, syr, sy fast, sys, att sy
ράβω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nitoa, nivoa, nivota, tikki, ommella, ompele, ompelun, ompelee, ompelemaan
ράβω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sting, maske, sy, syr, at sy, syning
ράβω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šít, sešívat, sešít, steh, našít, přišít, šití, ušít, sew
ράβω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zszyć, kłucie, szew, ból, broszurować, stebnować, uszyć, szyć, oczko, ścieg, zszywać, szycia, sew, do szycia
ράβω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
öltés, nyilallás, varr, varrni, varrjon, varrja
ράβω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dikmek, dikiş, dikin, sew, Dikimi
ράβω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стібати, гаптувати, вишивати, пришийте, шов, шити, спускати, вишити, шить
ράβω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qep, të qep, qepur, të qepur, qep e
ράβω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шия, шият, шиене, шие, шиете
ράβω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шиць, шыць
ράβω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piste, õmblema, õmmelda, õmble, õmblemisel, sew
ράβω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zašivati, prišiti, ubod, šav, šiti, prišivati, očica, zašiti, sašiti, prošivati
ράβω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sauma, að sauma
ράβω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
siūti, siuva, SEW, susiūti, siuvame
ράβω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dūriens, šūt, valdziņš, sew, piešūt, šūtu, sašūt
ράβω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шие, сошијам, шијат, се шие, зашиваат
ράβω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coase, coaseți, a coase, coaseti, coasă
ράβω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šivati, šivanje, šivala, zašiti, sew
ράβω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
brožovať, steh, šiť, sew
Τυχαίες λέξεις