Особу στα ελληνικά
Μετάφραση: особу, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντολή, επιστάτης, θυρωρός, καταπατητής, παραβάτης, διαπραγματευτής, εργαζόμενος, σύμβολο, πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авторитарний στα ελληνικά - απολυταρχικός, αυταρχική, αυταρχικό, αυταρχικά, αυταρχικών
- береговий στα ελληνικά - παραθαλάσσιος, παράκτιος, παραλιακός, παράκτιων, παράκτια, παράκτιες
- дзвонив στα ελληνικά - διακυμαίνομαι, φάσμα, εμβέλεια, ονομάζεται, που ονομάζεται, Ενεργοποιηθέντα, ονομάζονται, ...
- залізничник στα ελληνικά - railroader
Τυχαίες λέξεις
Особу στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντολή, επιστάτης, θυρωρός, καταπατητής, παραβάτης, διαπραγματευτής, εργαζόμενος, σύμβολο, πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Μεταφράσεις: εντολή, επιστάτης, θυρωρός, καταπατητής, παραβάτης, διαπραγματευτής, εργαζόμενος, σύμβολο, πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που