Διαπραγματευτής στα ουκρανικά
Μετάφραση: διαπραγματευτής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
особу, обличчя, посередник, лице, особа, посредник, посередника
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπραγματευτής
ειδικόσ διαπραγματευτήσ, μαυρογιάννης διαπραγματευτής, προσεκτικόσ διαπραγματευτήσ, βασικός διαπραγματευτής, διαπραγματευτής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαπραγματευτής στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διαπρέπω στα ουκρανικά - видаватись, перевершувати, видаватися, виділятись, переважте, видатний, визначний, ...
- διαπραγμάτευση στα ουκρανικά - долання, висновок, подолання, ув'язнення, переговори, перемовини
- διαπραγματεύομαι στα ουκρανικά - домовлятись, обумовити, переговори, перемовини
- διαπρεπής στα ουκρανικά - випуклість, видатний, визначний, видатна
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγματευτής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: особу, обличчя, посередник, лице, особа, посредник, посередника
Μεταφράσεις: особу, обличчя, посередник, лице, особа, посредник, посередника