Ощадливий στα ελληνικά

Μετάφραση: ощадливий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φειδωλός, εγκρατής, λιτός, οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση
Ощадливий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аспірант στα ελληνικά - μεταπτυχιακός, μεταπτυχιακές, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακά
  • вантажівку στα ελληνικά - φορτηγό, φορτηγών, όχημα, οχήματος, φορτηγού
  • досягати στα ελληνικά - αποκτώ, επιτυγχάνω, κατορθώνω, προμηθεύομαι, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, ...
  • квієтизм στα ελληνικά - αταραξία, ησυχασμό
Τυχαίες λέξεις
Ощадливий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φειδωλός, εγκρατής, λιτός, οικονομία, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση