Λέξη: χαρίζω
Σχετικές λέξεις: χαρίζω
χαρίζω οικόπεδα, χαρίζω φάρμακα εξωσωματικής, χαρίζω ρούχα, χαρίζω οικόπεδα χαρίζω χρέη σώζω ζωές, χαρίζω σκύλο, χαρίζω παιχνίδια, χαρίζω επιπλα, χαρίζω συνώνυμα, χαρίζω βιβλία, χαρίζω οικόπεδα χαρίζω χρέη
Συνώνυμα: χαρίζω
προικίζω, δίνω, παρέχω, παραχωρώ, δωρίζω, προσφέρω, εμφανίζω, παρουσιάζω, υποβάλλω
Μεταφράσεις: χαρίζω
χαρίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spare, donate, endow, I give, I supply
χαρίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
donar, donación, done, donará, donaciones
χαρίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sparsam, frei, überflüssig, ersatz, spenden, zu spenden, Spende, spendet
χαρίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
respecter, économiser, vouer, loisirs, ménager, dédier, dévouer, consacrer, superflu, sacrifier, épargner, donner, don, un don, don de, faire un don
χαρίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
donare, donazione, donare il, donate, donerà
χαρίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sobressalentes, chave, doar, doe, donate, doação, doam
χαρίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontzien, overbodig, sparen, schenken, doneren, te doneren, schenk, te schenken
χαρίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запасной, запасный, сухопарый, резервный, жалеть, пощадить, излишний, щадить, свободный, вольный, уделить, уделять, беречь, экономить, сухощавый, лишний, жертвовать, пожертвовать, подарить, сдавать, пожертвования
χαρίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
donere, gi, å donere, donerer, doner
χαρίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
donera, skänker, skänka, donerar, att donera
χαρίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
niukka, tarpeeton, armahtaa, suoda, varata, säästää, lahjoittaa, donate, luovuttaa, lahjoittamaan, lahjoittavat
χαρίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spare, donere, donerer, donate, at donere, afgive
χαρίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spořivý, šetřit, ušetřit, věnovat, uspořit, darovat, donate, věnuje, darují
χαρίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oszczędzać, poświęcić, uszanować, poświęcać, użyczyć, zapasowy, darować, podarować, donate, przekazać, oddać
χαρίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zsírtalan, szikár, adományoz, adományozni, donate, adományoznak, adományozza
χαρίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağışlamak, bağış, bağışta, bağış yapın, bağışında
χαρίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приділяти, берегти, зайвий, жертвувати
χαρίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrallë, tepërt, rezervë, dhuroj, dhurojë, dhuruar, të dhurojë, të dhuruar
χαρίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дарят, дарите, даряват, дари, дарение
χαρίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ахвяраваць, ахвяроўваць
χαρίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
säästma, annetama, annetada, annetavad, kingib, annetab
χαρίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rezerva, zamjenski, slobodan, uštedjeti, zaliha, darovati, donirati, doniraju, donirajte, donacije
χαρίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gefa, að gefa
χαρίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dovanoti, paaukoti, aukoti, duoti, padovanoti
χαρίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ziedot, ziedo, dāvināt, dāvinās
χαρίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
донирате, даруваат, донира, донираат, да донираат
χαρίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dona, doneze, a dona, donează, donați
χαρίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
darovati, darovali, darujejo, prispevam, donate
χαρίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náhradní, darovať
Στατιστικά δημοτικότητας: χαρίζω
Τυχαίες λέξεις