П'ятдесят στα ελληνικά

Μετάφραση: п'ятдесят, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πενήντα, από πενήντα
П'ятдесят στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • відмовляти στα ελληνικά - πονηριά, μοχθηρία, χαιρεκακία, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, ...
  • гарматний στα ελληνικά - πυροβολικό, κανόνι, πυροβόλο, το κανόνι, κανονιού, κανόνια
  • жасминовий στα ελληνικά - γιασεμί, Jasmine, γιασεμιά, γιασεμιού, το γιασεμί
  • малий στα ελληνικά - σπυρί, κουτάβι, λεπτομερής, τύπος, παιδί, λεπτό, δερμάτινος, ...
Τυχαίες λέξεις
П'ятдесят στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πενήντα, από πενήντα