Λέξη: ερημικός

Συνώνυμα: ερημικός

έρημος, μοναχός, ασύχναστος

Μεταφράσεις: ερημικός

ερημικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
secluded, recluse, solitary, unfrequented, desert, deserted

ερημικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
retirado, recluso, solitario, reclusa, recluse, ermitaño

ερημικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abgesondert, zurückgezogen, abgeschlossen, Einsiedler, recluse, Mönch, Einsiedlerin, Einsiedlers

ερημικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
isolé, retiré, reclus, recluse, solitaire, ermite

ερημικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
eremita, recluso, reclusa, recluse, solitario

ερημικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recluso, recluse, reclusa, contemplativo, solitário

ερημικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geïsoleerd, alleenstaand, kluizenaar, recluse, heremiet, kluizenares, afgezonderd

ερημικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
затворнический, укромный, замкнутый, уединенный, отшельник, отшельником, затворник, затворником, затворница

ερημικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eneboer, recluse, eneboer som

ερημικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enstöring, eremit, recluse, ensling, enstöringen

ερημικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erakko, recluse, erakon

ερημικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eneboer, recluse, enspænder

ερημικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osamocený, izolovaný, odloučený, poustevník, samotář, samotářem, poustevníkem

ερημικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pustelniczy, ustronny, zaciszny, odosobniony, pustelnik, samotnik, odludek, samotnikiem, odludkiem

ερημικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elvonult, remete, remeteként, remetenő, remetepók

ερημικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keşiş, münzevi, inzivaya çekilmiş, bir münzevi, köşesine çekilmiş

ερημικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ізолюється, відлюдник, самітник, пустельник, отшельник

ερημικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i vetmuar, vetmuar, i vetmuar i, vetmuar i, oshënar

ερημικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отшелник, отшелничка, самотник, саможив, саможивец

ερημικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пустэльнік, самотнік, пустэльнік можа

ερημικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eraldatud, erak, Erakko, erakämblik

ερημικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pustinjak, povučen, samotnjak, i pustinjak

ερημικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einsetukona, recluse

ερημικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsiskyrėlis, atsiskyrėlis gyvenęs, kaip atsiskyrėlis gyvenęs, Odludek, gyvenantis atsiskyręs

ερημικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vientuļnieks, vientulis, vientuļš, vientulīgs, vientuļnieka

ερημικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осаменик, осаменикот, затвори, отшелник, саможив

ερημικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pustnic, sihastru, singuratic, recluse, retras

ερημικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
samotar, Puščavnik

ερημικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
izolovaný, pustovník, nezištníci, a nezištníci
Τυχαίες λέξεις