Парубок στα ελληνικά
Μετάφραση: парубок, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκάλα, τύπος, συνάδελφος, άντρας, αγόρι, αγοριού, παιδί, αγόρι που, το αγόρι
Μεταφράσεις
- акваріум στα ελληνικά - ενυδρείο, ενυδρείου, ενυδρείων, του ενυδρείου, το ενυδρείο
- безвідповідальність στα ελληνικά - ανεύθυνος, ανευθυνότητα, ανευθυνότητας, η ανευθυνότητα, την ανευθυνότητα, ανευθυνότητά
- годящий στα ελληνικά - hodyaschyy
- гриф στα ελληνικά - ταστιέρα, ταστιερα, fingerboard, μπράτσο, το μπράτσο
Τυχαίες λέξεις
Парубок στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκάλα, τύπος, συνάδελφος, άντρας, αγόρι, αγοριού, παιδί, αγόρι που, το αγόρι
Μεταφράσεις: σκάλα, τύπος, συνάδελφος, άντρας, αγόρι, αγοριού, παιδί, αγόρι που, το αγόρι