Λέξη: πολιτιστικός
Σχετικές λέξεις: πολιτιστικός
πολιτιστικός & αθλητικός οργανισμός(π.α.ο.δ.α.π.), πολιτιστικός οργανισμός δήμου νέας σμύρνης, πολιτιστικός οργανισμός νεον, πολιτιστικός πολιτισμικός, πολιτιστικός τουρισμός, πολιτιστικός σύλλογος γερονθρών, πολιτιστικός οργανισμός δήμου πατρέων, πολιτιστικός σύλλογος κρουσώνα, πολιτιστικός σύλλογος άνω αμπελοκήπων, πολιτιστικός θησαυρός της ελληνικής γλώσσας, πολιτιστικός σύλλογος
Συνώνυμα: πολιτιστικός
μορφωτικός, εκπολιτιστικός
Μεταφράσεις: πολιτιστικός
πολιτιστικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cultural, culture, a cultural, the cultural
πολιτιστικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cultural, culturales, cultura, cultural de
πολιτιστικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kulturell, Kultur-, kulturellen, Kultur
πολιτιστικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
culturel, culturelle, culturels, culturelles, culture
πολιτιστικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
culturale, culturali, cultura
πολιτιστικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cultural, culturais, cultura
πολιτιστικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cultuur-, culturele, cultureel, de culturele, cultuur
πολιτιστικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обрабатываемый, культурный, культурного, культурной, культурное, культурно
πολιτιστικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kulturell, kulturelt, kulturelle, kultur
πολιτιστικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kulturell, kulturella, kulturellt, kultur
πολιτιστικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sivistyksellinen, kulttuurinen, kulttuuri-, kulttuurin, kulttuurisen, kulttuurista
πολιτιστικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kulturel, kulturelle, kulturelt, den kulturelle, kultur
πολιτιστικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kulturní, kulturního, kulturním, kulturních, kulturně
πολιτιστικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kulturalny, kulturowy, kulturowe, kulturalne, kulturowego
πολιτιστικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kulturális, tenyésztési, termesztési, a kulturális, kultúra, művelődési
πολιτιστικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
medeni, kültürel, kültür
πολιτιστικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
культурний, культурна, культурне
πολιτιστικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kulturor, kulturore, kulturore e, kulturës, kulturore të
πολιτιστικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
културен, културно, културното, културна, културния
πολιτιστικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
культурны
πολιτιστικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kultuuriline, kultuurilise, kultuuri-, kultuuri, kultuurilist
πολιτιστικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kulturni, kulturno, kulturna, kulturne, kulturnog
πολιτιστικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
menningar, menningarleg, menningarlega, menningar-, menningarlegum
πολιτιστικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kultūrinis, kultūros, kultūrinė, kultūrinio, kultūrinės
πολιτιστικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kultūras, kultūru
πολιτιστικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
културни, културните, културно, културен, културна
πολιτιστικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cultural, culturale, culturală, culturala, culturii
πολιτιστικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kulturní, kulturno, kulturna, kulturne, kulturni, kulturnega
πολιτιστικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kultúrne, kultúrnej, kultúrnu, kultúrny, kultúrna
Στατιστικά δημοτικότητας: πολιτιστικός
Τυχαίες λέξεις