Певно στα ελληνικά
Μετάφραση: певно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαινομενικά, κατάλληλος, επιρρεπής, πιθανώς, πιθανότατα, ίσως, πιθανόν, μάλλον
Μεταφράσεις
- вапняний στα ελληνικά - ασβεστώδης, ασβεστολιθικά, ασβεστούχα, ασβεστολιθικό, ασβεστολιθικών
- говіркий στα ελληνικά - ομιλητικός, ομιλητικοί, ομιλητικό, ομιλητική, φλύαρος
- капюшон στα ελληνικά - πατατούκα, κουκούλα, τραγιάσκα, κάπα, μπέρτα, θήκη, ακρωτήριο, ...
- мерзенність στα ελληνικά - απέχθεια, σίχαμα, αποστροφή, βδέλυγμα, βδελυγμα, το βδέλυγμα, βδελυγμία
Τυχαίες λέξεις
Певно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαινομενικά, κατάλληλος, επιρρεπής, πιθανώς, πιθανότατα, ίσως, πιθανόν, μάλλον
Μεταφράσεις: φαινομενικά, κατάλληλος, επιρρεπής, πιθανώς, πιθανότατα, ίσως, πιθανόν, μάλλον