Λέξη: βρόμη

Σχετικές λέξεις: βρόμη

βρώμη για τους πόνους περιόδου, βρώμη ή βρώμη, στιγμιαία βρώμη

Συνώνυμα: βρόμη

βρώμη

Μεταφράσεις: βρόμη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
oats, oat, oatmeal
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
avena, la avena, de avena, avenas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hafer, Hafer, Haferflocken, oats
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
avoine, l'avoine, d'avoine, de l'avoine
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avena, l'avena, di avena, dell'avena, avena di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
juramento, aveia, a aveia, de aveia, da aveia
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haver, van haver
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
овес, овса, овёс, овсы
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
havre, havregryn, havren
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
havre, havre som, havren, oats
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaura, kauran, kauraa, kaurasta, kauratärkkelykselle
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
havre, gryn
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oves, ovsa, oats, ovsu, oves setý
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
owies, owsa, oats, owies zwyczajny
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zab, zabot, a zab, zabból, zabban
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yulaf, yulafta, oats
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
овес, вівса
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oats, tërshëra, kënaqur, të kënaqur, tërshërë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
овес, овеса, овесени ядки, овесени
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
авёс
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaer, kaera, kaeratärklise, kaerast, kaeratärklise puhul
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zob, zobi, ovas, zob je
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hafrar, höfrum, hafra
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
avižos, avižų, avižas, avižose
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
auzas, auzu, auzām, pārslas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
овес, овесот, зоб, засадена, пченицата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ovăz, ovaz, ovăzul, de ovăz, ovăzului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oves, ovsa, ovsu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oves, ovos, ovsa
Τυχαίες λέξεις