Επιρρεπής στα ουκρανικά
Μετάφραση: επιρρεπής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
схильний, можливий, певно, здатний, здібний, схильна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιρρεπής
επιρρεπής στα αγγλικα, επιρρεπής κλιση, επιρρεπής ουσιαστικό, επιρρεπής τι σημαινει, επιρρεπής συνώνυμα, επιρρεπής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, επιρρεπής στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- επιπόλαιος στα ουκρανικά - зовнішній, порожній, незначний, фривольний, порожньою, дрібний, поверхнева, ...
- επιρρίπτω στα ουκρανικά - приписувати, припишіть, приписати, пояснюється, розмовляє, порозумівається
- επιρρηματικός στα ουκρανικά - прислівниковий, адвербіальние, адвербіальним, адвербіальний, адвербіальні, адвербіального
- επιρροή στα ουκρανικά - устя, підойма, важіль, усті, упадання, засмоктування, впадання, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιρρεπής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: схильний, можливий, певно, здатний, здібний, схильна
Μεταφράσεις: схильний, можливий, певно, здатний, здібний, схильна