Пензель στα ελληνικά

Μετάφραση: пензель, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μολύβι, βούρτσα, πινέλο, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου
Пензель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • б'ючись στα ελληνικά - τρέμω, τρεμοπαίζω, γυμνοσάλιαγκας, τιμωρώ, σφαίρα, επιπλήττω, την καταπολέμηση της, ...
  • заспокоєння στα ελληνικά - άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
  • затерплий στα ελληνικά - μουδιασμένος, παραλύει
  • коханець στα ελληνικά - άψυχος, εραστής, ερωμένη, paramour, αθέμιτος εραστής, ερωμένη παλλακίδα
Τυχαίες λέξεις
Пензель στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μολύβι, βούρτσα, πινέλο, βούρτσας, βουρτσάκι, πινέλου