Λέξη: πανύψηλος

Σχετικές λέξεις: πανύψηλος

πανύψηλος ουρανοξύστης χορεύει από σεισμό

Συνώνυμα: πανύψηλος

πανυψηλός, υψηλός

Μεταφράσεις: πανύψηλος

πανύψηλος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
towering, tall, very tall

πανύψηλος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
encumbrado, imponente, altísimo, elevado, imponentes, eleva

πανύψηλος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewaltig, emporragend, aufragend, hoch aufragenden, aufragenden, ragenden, ragende

πανύψηλος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
haut, élevé, relevé, imposant, dominant, imposante, imposantes, imposants

πανύψηλος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
torreggiante, imponente, torreggianti, imponenti, domina

πανύψηλος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
altaneiro, imponente, elevando, towering

πανύψηλος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
torenhoge, torenhoog, torent, hoog oprijzende, de torenhoge

πανύψηλος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неистовый, увеличивающийся, высокий, возвышающийся, растущий, ужасный, вздымающийся, возвышенный, возвышающиеся, возвышаясь, возвышается, возвышающихся

πανύψηλος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ruvende, kjempehøy, høye, tårnende, kneisende

πανύψηλος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tornar, mäktiga, ståtliga, reser sig, tornar upp sig

πανύψηλος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korkea, kiihkeä, jyrkät, kohoava, kohoavat, kohoaa

πανύψηλος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tårnhøje, knejsende, øgende, tårnhøj, tårner

πανύψηλος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vznešený, nebetyčný, ohromný, tyčící, tyčící se, čnící

πανύψηλος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gród, niebotyczny, wysoki, wyniosły, towering, góruje, górujący

πανύψηλος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
toronymagas, magasodó, tornyosuló, tornyosul, tornyos

πανύψηλος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüksek, yüce, yükselen, kule, çok yüksek

πανύψηλος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зростаючий, шалений, височінню, піднесений, підноситься, піднімається, що підноситься, що піднімається, який піднімається

πανύψηλος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i tmerrshëm, tmerrshëm, e tmerrshëm, tmerrshëm të, të tmerrshëm

πανύψηλος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
извисяващ се, извисяващи, извисяващи се, извисяващ, извисяващите

πανύψηλος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўзвышаецца, які ўзвышаецца, што ўзвышаецца, узвышаючыйся

πανύψηλος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taevaniulatuv, kõrguv, kõrguvate, raevukas, kõrgub, kõrguvad

πανύψηλος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
veoma visok, nadvila, strši, towering, se nadvila

πανύψηλος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
éta, towering, gnæfir, gnæfa, gnæfa svo

πανύψηλος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
baisus, Wybitny, iškilusios, aukštas, iškilusi

πανύψηλος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stiprs, spēcīgs, augsts, paceļas, tad stiprs

πανύψηλος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
блоковите, високи, блоковите на, грандиозна, високите

πανύψηλος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
falnic, impozant, towering, înălțându, falnice

πανύψηλος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
visok, Zelo visok, dviguje, se dviguje

πανύψηλος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nebetyčný, nebotyčný
Τυχαίες λέξεις