Перевершувати στα ελληνικά
Μετάφραση: перевершувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπρέπω, ξεπερνώ, πρόθεση, περνώ, υπερακοντίζω, excel, το Excel, του Excel, σε excel, υπερέχετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- багатомовність στα ελληνικά - πολυγλωσσία, πολυγλωσσίας, την πολυγλωσσία, της πολυγλωσσίας, η πολυγλωσσία
- витрати στα ελληνικά - εκδηλωτικός, κοινωνικός, έξοδα, εξωστρεφής, δικαστικά έξοδα, κόστος, κόστους, ...
- дроблення στα ελληνικά - συντριπτικός, θρυμματισμός, κατακερματισμό, κατακερματισμός, κατακερματισμού, ο κατακερματισμός
- ліквідування στα ελληνικά - κατάργηση, ρευστοποίηση, εκκαθάριση, κατάλυση, εξάλειψη, αποβολή, εξάλειψης, ...
Τυχαίες λέξεις
Перевершувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπρέπω, ξεπερνώ, πρόθεση, περνώ, υπερακοντίζω, excel, το Excel, του Excel, σε excel, υπερέχετε
Μεταφράσεις: διαπρέπω, ξεπερνώ, πρόθεση, περνώ, υπερακοντίζω, excel, το Excel, του Excel, σε excel, υπερέχετε