Λέξη: αγχωμένος

Σχετικές λέξεις: αγχωμένος

αγχωμένος στα αγγλικα, αγχωμένος στα γαλλικα

Μεταφράσεις: αγχωμένος

αγχωμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fraught, anxious, stressed, nervous, tense

αγχωμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ansioso, ansiosos, ansiosa, ansiedad, ansioso por

αγχωμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
voll, ängstlich, besorgt, bestrebt, gespannt, ängstliche

αγχωμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étoffé, plein, nourri, tendu, rempli, anxieux, inquiet, soucieux, hâte, anxieuse

αγχωμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ansioso, ansiosi, ansiosa, ansia, in ansia

αγχωμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ansioso, ansiosos, ansiosa, ansiosas, ansiedade

αγχωμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
angstig, bezorgd, ongerust, angstige, bang

αγχωμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нагруженный, полный, преисполненный, тревожный, хотелось, стремится, беспокойство, тревожно

αγχωμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
engstelig, engstelig for, ivrige, engstelige, ivrig

αγχωμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ängslig, angelägen, orolig, angelägna, angelägen om

αγχωμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
täynnä, innokas, ahdistunut, halukas, haluaa, huolissaan

αγχωμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ængstelig, ivrig efter, ivrig, bekymrede, ivrige efter

αγχωμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plný, znepokojený, úzkostlivý, dychtivý, úzkost, úzkosti

αγχωμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brzemienny, pełny, niespokojny, niepokój, pragną, lęk, niepokoju

αγχωμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
telve, felszerelt, megrakott, ellátott, aggódó, ideges, szorongó, nyugtalan

αγχωμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
endişeli, kaygılı, tedirgin, anksiyöz, endişe

αγχωμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
повний, повен, череватий, чреватий, сповнений, тривожний, тривожна, тривожне

αγχωμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shqetësuar, shqetësuar, të shqetësuar, ankth, në ankth

αγχωμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неспокоен, загрижен, угрижен, тревожност, загрижени

αγχωμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трывожны, трывожнае

αγχωμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
täidetud, laetud, hädine, murelik, mures, ärevust, ärevus

αγχωμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispunjen, pun, bremenit, zabrinut, tjeskoban, anksiozan, zabrinuti, uznemiren

αγχωμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kvíða, ákafur, áhyggjufull, áhyggjur, kvíði

αγχωμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
neramus, nerimas, nori, trokšta, nerimą

αγχωμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noraizējies, nemierīgi, ļoti vēlas, satraukti

αγχωμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
анксиозни, нервозни, вознемирени, вознемирен, сака

αγχωμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nerăbdător, nerăbdători, anxietate, anxios, neliniștit

αγχωμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tesnobe, zaskrbljeni, nestrpen, strah

αγχωμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
znepokojený, znepokojeného, znepokojovala
Τυχαίες λέξεις