Переклад στα ελληνικά
Μετάφραση: переклад, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετάφραση, μετατροπή, αποστάτης, μετάφρασης, τη μετάφραση, της μετάφρασης, μεταφραστικές
Μεταφράσεις
- апатит στα ελληνικά - απατίτης, απατίτη, επικάλυψη απατίτη, με επικάλυψη απατίτη, απατίτου
- книгосховище στα ελληνικά - στοιβάδα, σωρός, στοίβες, stacks, στοιβών, σωρούς, σωρών
- конденсатор στα ελληνικά - πυκνωτής, πυκνωτή, πυκνωτών, του πυκνωτή, τον πυκνωτή
- лоскіт στα ελληνικά - γαργαλίζων, γαργάλισμα, γαργαλιέμαι, tickling, γαργαλάει
Τυχαίες λέξεις
Переклад στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετάφραση, μετατροπή, αποστάτης, μετάφρασης, τη μετάφραση, της μετάφρασης, μεταφραστικές
Μεταφράσεις: μετάφραση, μετατροπή, αποστάτης, μετάφρασης, τη μετάφραση, της μετάφρασης, μεταφραστικές