Λέξη: ρελιάζω

Μεταφράσεις: ρελιάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
braid, reliazo
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trenzar, trenza, reliazo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zopf, flechte, litze, reliazo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
galon, tresser, enlacer, ganse, natter, cordonner, tresse, natte, tisser, entrelacer, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
treccia, reliazo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trança, transa, reliazo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlechten, reliazo
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заплести, сплести, обмотать, сплетать, заплетать, тесьма, нашивка, коса, тесёмка, плести, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flette, reliazo
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fläta, reliazo
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
palmikko, palmikoida, punoa, nyöri, letti, reliazo
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
reliazo
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plést, proplétat, cop, splétat, splést, pletenec, reliazo
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
galonować, szamerować, splatać, oplatać, szamerowanie, szamerunek, warkocz, oplot, wplatać, reliazo
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szegély, reliazo
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
reliazo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коса, обмотати, сходи, reliazo
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reliazo
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
reliazo
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
reliazo
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poort, tress, palmitsema, reliazo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
širit, opšiti, oplesti, reliazo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reliazo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kasa, reliazo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reliazo
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
reliazo
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coadă, reliazo
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
reliazo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stuha, stužka, reliazo
Τυχαίες λέξεις