Переносити στα ελληνικά
Μετάφραση: переносити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετατάσσω, μετάθεση, μεταβίβαση, μεταγράφω, μεταφέρω, κουβαλώ, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- десятковий στα ελληνικά - δεκαδικός, δεκαδικά, δεκαδικό, υποδιαστολής, ψηφία
- завширшки στα ελληνικά - ευρύ, ευρεία, μεγάλη, ευρείας, μεγάλο
- косий στα ελληνικά - εμποδίζω, πλάγιος, λοξός, ματαιώνω, λοξή, λοξό, λοξές
- лакмус στα ελληνικά - λίτρο, ηλιοτρόπιο, ηλιοτροπίου, χάρτη ηλιοτροπίου, του ηλιοτροπίου, λυδίας λίθου
Τυχαίες λέξεις
Переносити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετατάσσω, μετάθεση, μεταβίβαση, μεταγράφω, μεταφέρω, κουβαλώ, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν
Μεταφράσεις: μετατάσσω, μετάθεση, μεταβίβαση, μεταγράφω, μεταφέρω, κουβαλώ, μεταφέρουν, φέρουν, μεταφέρει, φέρει, ασκούν