Перефарбувати στα ελληνικά
Μετάφραση: перефарбувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκευή, επισκευάζω, χρωματίζω πάλι, repaint, ξαναβάψετε, βάψτε ξανά, εκ νέου βαφή των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- двійник στα ελληνικά - παρόμοιος, ομόλογος, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
- завивати στα ελληνικά - μπούκλα, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl
- земля στα ελληνικά - αρωγή, ανακούφιση, ανάγλυφος, γη, αθωότητα, εκτόνωση, έδαφος, ...
- каліграфія στα ελληνικά - καλλιγραφία, καλλιγραφίας, την καλλιγραφία, η καλλιγραφία, στην καλλιγραφία
Τυχαίες λέξεις
Перефарбувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκευή, επισκευάζω, χρωματίζω πάλι, repaint, ξαναβάψετε, βάψτε ξανά, εκ νέου βαφή των
Μεταφράσεις: επισκευή, επισκευάζω, χρωματίζω πάλι, repaint, ξαναβάψετε, βάψτε ξανά, εκ νέου βαφή των