Λέξη: καλόκαρδος
Σχετικές λέξεις: καλόκαρδος
καλόκαρδος συνώνυμα
Συνώνυμα: καλόκαρδος
εγκάρδιος, φαιδρός, αναφερόμενος σε γάμο, αναφερόμενος σε πηγούνι, καλοκάγαθος, πονόψυχος
Μεταφράσεις: καλόκαρδος
καλόκαρδος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
good-humoured, kind-hearted, genial
καλόκαρδος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
de buen corazón, bondadoso, buen corazón, bondadosa, bondadosos
καλόκαρδος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gutherzig, gutherzigen, gutherzige, gutherziger
καλόκαρδος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bonhomme, débonnaire, joyeux, gai, bienveillant, bon cœur, bon coeur, gentille, bienveillante
καλόκαρδος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
di animo gentile, di buon cuore, buon cuore, gentile, cuore gentile
καλόκαρδος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bondoso, de bom coração, bom coração, bondosa
καλόκαρδος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goedhartig, goedhartige, gemoedelijke, vriendelijk gestemde
καλόκαρδος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жизнерадостный, добродушный, добрый, добрым, добрая, добросердечный, добрейшей души
καλόκαρδος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
godhjertede, godhjertet, snill, omtenksomme
καλόκαρδος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
godhjärtad, godhjärtade, varmhjärtad, godhjärtat
καλόκαρδος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyväsydäminen, hyväsydämisiä, hyväsydämisten, hyväsydämiset, hyväntahtoisia
καλόκαρδος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
godhjertet, ejegode, venligtsindede, godhjertede, hjertensgode
καλόκαρδος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
veselý, dobromyslný, dobrosrdečný, dobrosrdečná, laskavý, laskaví, laskavé
καλόκαρδος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pogodny, dobroduszny, życzliwy, poczciwy, poczciwa, poczciwego
καλόκαρδος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jószívű, jólelkű, a jószívű, jószívû, jóságos
καλόκαρδος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyi yürekli, kalpli, iyi kalpli, yürekli
καλόκαρδος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
добродушний, добрий, добра, добру
καλόκαρδος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zemërmirë, lloj zemre
καλόκαρδος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
добросърдечен, благ, добра душа, с добра душа, добро сърце
καλόκαρδος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добры, добрый, выгляд, добрую
καλόκαρδος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
heasüdamlik, Hyväsydäminen, heatahtlik
καλόκαρδος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljubazan, saosjećajan, dobrodušan
καλόκαρδος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
góður-Hearted
καλόκαρδος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
geraširdis, geranoriškas, geranorišku, Dobrotliwy, Labsirdīgs
καλόκαρδος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
labsirdīgs, labsirdīga
καλόκαρδος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вид срце
καλόκαρδος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bun la suflet, buni la suflet, milos, inimoși, generosul
καλόκαρδος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dobrosrčni, Zmagovit, dobrosrčen, Dobrodušan
καλόκαρδος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veselý, dobrosrdečný, dobrosrdečne
Τυχαίες λέξεις