Повно στα ελληνικά
Μετάφραση: повно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανοποιητικά, πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, την πλήρη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вогкій στα ελληνικά - υγρασία, υγρό, βρεγμένο, νωπό, υγρασίας
- заслуховування στα ελληνικά - ακοή, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει
- копатися στα ελληνικά - σκάβω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
- корисливо στα ελληνικά - μισθοφόρος, μισθοφορικός, σωρευτικά, αθροιστικά, συσσωρευτικά, συσσωρευτικά συνίσταται, σωρευτικά οι
Τυχαίες λέξεις
Повно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανοποιητικά, πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, την πλήρη
Μεταφράσεις: ικανοποιητικά, πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, την πλήρη