Повноваження στα ελληνικά
Μετάφραση: повноваження, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυθεντία, κύρος, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Μεταφράσεις
- анемометр στα ελληνικά - ανεμόμετρο, αισθητήρα ανέμου, ανεμομέτρου, ανεμόμετρου, αισθητήρας ανέμου
- брязкання στα ελληνικά - σύγκρουση, διαφωνία, σύγκρουσης, συγκρούονται, σύγκρουσή
- гордовитість στα ελληνικά - αλαζονεία, υπεροψία, έπαρση, αλαζονείας, την αλαζονεία, η αλαζονεία
- забір στα ελληνικά - ξιφασκία, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση
Τυχαίες λέξεις
Повноваження στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυθεντία, κύρος, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που
Μεταφράσεις: αυθεντία, κύρος, εξουσία, αρχή, αρχής, αρχές, αρχή που