Εξουσία στα ουκρανικά

Μετάφραση: εξουσία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уповноваження, повноваження, порошкоподібний, розсипчастий, підстава, влади, потужність
Εξουσία στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξουσία

εξουσία αποφθέγματα, εξουσία τι μπάλα παίζεις, εξουσία συνώνυμα, εξουσία ορισμός, εξουσία και ευημερία, εξουσία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξουσία στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εξοργισμένος στα ουκρανικά - худоба, лютий, запеклий, ярий, шалений, гнівний
  • εξορκίζω στα ουκρανικά - викликати, благайте, благати, витяг, заклинати, заприсягав, закликати, ...
  • εξουσιάζω στα ουκρανικά - керувати, проконтролювати, диспетчерський, скасовувати, відміняти, скасувати, скасовуватиме
  • εξουσιοδοτούμαι στα ουκρανικά - перевертає, Я уповноважений
Τυχαίες λέξεις
Εξουσία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: уповноваження, повноваження, порошкоподібний, розсипчастий, підстава, влади, потужність