Погашати στα ελληνικά

Μετάφραση: погашати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακυρώνω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε
Погашати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • газолін στα ελληνικά - βενζίνη, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
  • захоплюючий στα ελληνικά - συναρπαστικός, συναρπαστικό, συναρπαστική, συναρπαστικές, συναρπαστικά
  • концесіонер στα ελληνικά - ανάδοχος, ανάδοχο, αναδόχου, παραχωρησιούχο, παραχωρησιούχος
  • копатися στα ελληνικά - σκάβω, ανασκαφή, σκάβουν, dig, σκάψει
Τυχαίες λέξεις
Погашати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακυρώνω, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, να ακυρώσετε