Λέξη: πίσσα

Σχετικές λέξεις: πίσσα

πίσσα τσιγάρου, πίσσα κ πουπουλα στίχοι, πίσσα τιμή, πίσσα κ πουπουλα, πίσσα και πούπουλα magic de spell, πίσσα και πούπουλα, πίσσα στα ρούχα, πίσσα για μόνωση, πίσσα ταινία, πίσσα στο τσιγάρο

Συνώνυμα: πίσσα

πισσάσφαλτος, ναύτης, θαλασσόλυκος, παροξυσμός, ύψος, τόνος, βαθμός, βαθμός εντάσεως, ασφάλτος

Μεταφράσεις: πίσσα

πίσσα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tar, pitch, bitumen, the tar

πίσσα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
brea, pez, alquitrán, tar, de alquitrán, alquitrán de

πίσσα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
seefahrer, seemann, teer, Teer, tar, Enteer, Teer-

πίσσα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
goudronner, goudron, navigateur, bitume, marin, goudronneuse, tar, de goudron, goudron de, le goudron

πίσσα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
catrame, incatramare, tar, catrame di, di catrame, il catrame

πίσσα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
asfaltar, piche, alcatrão, tar, alcatrão de, de alcatrão

πίσσα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
teren, teer, zeeman, tar, teer-, teergehalte, asfalt

πίσσα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дёготь, гудрон, деготь, просмаливать, смола, просмолить, смолы, смол, тар

πίσσα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tjære, tar, tjæren

πίσσα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tjära, tar, tjäran

πίσσα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
merimies, merikarhu, terva, tar, tervaa, tervan, tervasta

πίσσα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beg, tjære, tar, tjære-, tjæreindhold

πίσσα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tér, nadehtovat, dehet, asfalt, dehtovat, tar, dehtu, dehtových, dehtové

πίσσα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
smoła, lepik, smołowanie, smołowiec, dziegieć, nasmołować, smołować, tar, smoły, smołę

πίσσα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kátrány, matróz, tar, kátrányt, kátrányos, a tar

πίσσα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
denizci, gemici, katran, TAR, katranı, zift, katranlı

πίσσα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смола, дьоготь

πίσσα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
katran, zift, tar, katranit, bitum

πίσσα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
катран, катрани, смола, на катран

πίσσα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзёгаць, деготь

πίσσα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tökat, meremees, pigi, tõrv, tõrva, tar, tõrva-, söetõrva

πίσσα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
katran, katranizirati, Tar, katrana

πίσσα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tar, tjara, tjöru, Det tar

πίσσα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
derva, jūrininkas, degutas, jūreivis, deguto, dervos, tar

πίσσα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
darva, matrozis, jūrnieks, darvas, tar, darvu, ņogļu darvas

πίσσα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
катран, tar, катранот, на катран

πίσσα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
smoală, marinar, gudron, gudron de, gudronului, de gudron, gudronului de

πίσσα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
asfalt, katran, katrana, tar, katranske, katransko

πίσσα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
decht, dechtu, uhoľný decht, uhlia, dechtové
Τυχαίες λέξεις