Подружній στα ελληνικά
Μετάφραση: подружній, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γάμος, ναυτικός, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένη, παντρεμένοι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виявляти στα ελληνικά - ανακαλύπτω, βγάζω, ανιχνεύω, επιφέρω, αποσπώ, ανίχνευση, ανιχνεύουν, ...
- залякувати στα ελληνικά - νταής, φοβερίζει, νταή, παρενοχλούν, θύτη
- замова στα ελληνικά - παραγγέλλω, εντολή, παραγγελία, προσταγή, διαταγή, προκειμένου, ώστε, ...
- ліс στα ελληνικά - δάσος, ξυλεία, του, δασών, δασικών, των δασών, δάσους
Τυχαίες λέξεις
Подружній στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γάμος, ναυτικός, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένη, παντρεμένοι
Μεταφράσεις: γάμος, ναυτικός, παντρεμένος, παντρεύτηκε, παντρευτεί, παντρεμένη, παντρεμένοι