Λέξη: κυψελιδικός
Σχετικές λέξεις: κυψελιδικός
κυψελιδικός αερισμός
Μεταφράσεις: κυψελιδικός
κυψελιδικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alveolar, of alveolar
κυψελιδικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alveolar, alveolares, dentario, alveolar de
κυψελιδικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
alveolar, alveolären, alveoläre, alveolaren, alveolare
κυψελιδικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gingival, alvéolaire, alvéolaires, alvéoles, alvéolo
κυψελιδικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alveolare, alveolari, alveolo, alveoli, alveolar
κυψελιδικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alveolar, alveolares, alvéolo
κυψελιδικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alveolaar, alveolare, alveolaire, alveolair, alvéolaire
κυψελιδικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
флюс, альвеолярный, альвеолярная, альвеолярного, альвеолярной, альвеолярные
κυψελιδικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
alveolar, alveolære, alveolær, alveolare, alveolært
κυψελιδικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
alveolär, alveolära, alveolar, alveolärt, alveolara
κυψελιδικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alveolaarinen, keuhkorakkuloiden, alveolaarisen, alveolaarista, alveolaaristen
κυψελιδικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
alveolær, alveolære, alveolar, alveolært, alveolare
κυψελιδικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dásňový, alveolární, alveolar, alveolárního, sklípkové, alveolů
κυψελιδικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziąsłowy, zębodołowy, pęcherzykowy, wyrostka, pęcherzyków płucnych, pęcherzykowe, pęcherzykowa
κυψελιδικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alveoláris, alveolaris, az alveoláris, az alveolaris, alveolusok
κυψελιδικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alveoler, alveolar, alveol
κυψελιδικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
альвеолярний, альвеолярне, альвеолярна
κυψελιδικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
alveolar, alveolare
κυψελιδικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
алвеоларен, алвеоларна, алвеоларния, алвеоларната, алвеоларни
κυψελιδικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
альвеалярны
κυψελιδικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hambasombuhäälik, alveolaar, alveolaarne, alveolaarse, alveoolide, alveolaarsetes, alveolaarsete
κυψελιδικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
alveolarni, alveolarne, alveolarnog, alveola, alveolarna
κυψελιδικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alveolar, lungnablöðrum, lungnablöðru, í lungnablöðrum
κυψελιδικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alveolių, alveolinis, alveolinė, alveolės, alveolinio
κυψελιδικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
alveolārs, alveolu, alveolārā, alveolāro, alveolāru
κυψελιδικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
алвеоларна, алвеоларен, алвеоларни, алвеоларниот, алвеоларната
κυψελιδικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alveolar, alveolare, alveolară, alveolara
κυψελιδικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
alveolar, alveolarni, alveolarne, alveolarno, alveolarna
κυψελιδικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
alveolárna, alveolárnej, alveolárny, alveolárne, alveolárnu