Полі στα ελληνικά
Μετάφραση: полі, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χείλος, περιστόμιο, άκρη, πεδίο, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα
Μεταφράσεις
- безпардонний στα ελληνικά - αδιάντροπος, ξετσίπωτος, ασύστολος, αναισχύντως, ξεδιάντροπα, αναίσχυντα, αδιάντροπα, ...
- вищість στα ελληνικά - υπεροχή, ανωτερότητα, ανωτερότητας, υπεροχής, την υπεροχή
- зберігання στα ελληνικά - παρακαταθήκη, αποθήκευση, εφεδρικός, παρακρατώ, εφεδρεία, αποθήκευσης, την αποθήκευση, ...
- капіляр στα ελληνικά - τριχοειδής, τριχοειδή, τριχοειδούς, τριχοειδών, τριχοειδές
Τυχαίες λέξεις
Полі στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χείλος, περιστόμιο, άκρη, πεδίο, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα
Μεταφράσεις: χείλος, περιστόμιο, άκρη, πεδίο, τομέα, πεδίου, το πεδίο, τον τομέα