Поліпшувати στα ελληνικά

Μετάφραση: поліпшувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτίωση, υψώνω, σηκώνω, ανυψώνω, βελτιώνω, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Поліпшувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благородство στα ελληνικά - αρχοντιά, ευγένεια, ευγενείς, αριστοκρατία, ευγενών
  • заспокоєння στα ελληνικά - άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
  • кволий στα ελληνικά - κουτάβι, ανίσχυρος, αδύναμος, ατονώ, ασθενικός, φιλάσθενος, ασθενικά, ...
  • косичка στα ελληνικά - στέκα, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, σειρήτια
Τυχαίες λέξεις
Поліпшувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτίωση, υψώνω, σηκώνω, ανυψώνω, βελτιώνω, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν