Порозмовляти στα ελληνικά
Μετάφραση: порозмовляти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομιλία, μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бронювати στα ελληνικά - βιβλιάριο, βιβλίο, καπαρώνω, Κρατήσεις, κράτηση, τις επιφυλάξεις, Επιφυλάξεις, ...
- біопрепарат στα ελληνικά - βιολογική, βιολογικές, βιολογικό, βιολογικής, βιολογικών
- загострювання στα ελληνικά - λείανσης, λείανση, άλεση, άλεσης, άλεσμα
- мадера στα ελληνικά - Μαδέρα, Μαδέρας, της Μαδέρας, τη Μαδέρα, madeira
Τυχαίες λέξεις
Порозмовляти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομιλία, μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν
Μεταφράσεις: ομιλία, μιλώ, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν