Λέξη: χαίρω

Σχετικές λέξεις: χαίρω

χαίρω άκρασ υγείασ, χαίρω πολύ στα ιταλικά, χαίρω pronunciation, χαίρω ότι ευδοκιμεί, χαίρω πολύ, χαίρω χαίρεις χαίρει, χαίρω πολύ ζορμπαλά, χαίρω ομορριζα, χαίρω πολύ στα γαλλικά, χαίρω πολύ σαββόπουλοσ

Συνώνυμα: χαίρω

χαίρομαι, αγάλλομαι, ευφραίνομαι, ευραίνω, χαροποιώ

Μεταφράσεις: χαίρω

χαίρω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enjoy, rejoice, be glad, Nice to meet, Nice to meet you, I am glad

χαίρω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gozar, disfrutar, deleitar, regocijarse, alegrarse, regocijar, regocijarnos, regocijarán

χαίρω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genießen, jubeln, sich freuen, frohlocken, erfreuen, jauchzen

χαίρω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
savourer, jouissons, réjouir, jouissez, jouissent, employer, jouis, user, utiliser, profiter, jouir, se réjouir, réjouissez, joie, réjouira

χαίρω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
godere, gioire, rallegrarsi, rallegrerà, rallegrarci, rallegreranno

χαίρω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desfrutar, realce, desfruir, realçar, fruir, gozar, alegrar, rejubilar, regozijar, se alegrar

χαίρω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
genieten, verheugen, zich verheugen, verblijden, verheug, verblijd

χαίρω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наслаждаться, обладать, пользоваться, лакомиться, развлекаться, радоваться, радуются, радуйтесь, радуемся, радуюсь

χαίρω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fryde, fryder, fryde seg, glede seg, juble

χαίρω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åtnjuta, glädja, glädjas, jubla, glädja sig, gläds

χαίρω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nauttia, tykätä, iloita, pitää, iloitsevat, riemuita, iloitse, riemuitsevat

χαίρω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fryde, glæde sig, glæde os, glædes, fryde sig

χαίρω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
užívat, užít, radovat se, radovat, radují, veseliti, se radují

χαίρω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
polubić, używać, rozkoszować, lubić, delektować, cieszyć, weselić się, radować, radujcie, radować się

χαίρω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
örüljetek, örvendeznek, örvendezni, örülni, örvendezzetek

χαίρω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hoşlanmak, sevinmek, sevinirler, sevinin, seviniyoruz, sevinecek

χαίρω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
користуватись, користати, володіти, користатися, радіти, радуватися, тішитися, радіти з

χαίρω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gëzohem, ngazëllohem, gëzohen, gëzohemi, të gëzohen

χαίρω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
радвам, се радвам, се радват, радвайте, радвайте се

χαίρω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
радавацца, цешыцца, радоваться, радавацца з

χαίρω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nautima, rõõmustama, rõõmustada, rõõmustame, rõõmustavad, kiitleme

χαίρω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uživaju, doživjeti, radovati se, radovati, se radovati, raduju, radujte

χαίρω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líka, fagna, gleðjast, gleðst, fögnum, gleðjist

χαίρω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
džiaugtis, džiaugsis, džiaugiuosi, džiūgaus, pasidžiaugti

χαίρω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
priecāties, priecājieties, priecāsies, priecātos, priecāšos

χαίρω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
радуваме, се радуваат, радуваат, радувај се, се радуваме

χαίρω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bucura, bucure, bucurăm, se bucure, bucur

χαίρω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
užívat, veselite, veseliti, se veselite, veselili, veselijo

χαίρω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
užívať, radovať, tešiť, radosť, radovat, radovať sa
Τυχαίες λέξεις