Поручитель στα ελληνικά

Μετάφραση: поручитель, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορηγώ, εγγυητής, χορηγός, εγγυητή, του εγγυητή, τριτεγγυητή, εγγυάται
Поручитель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виступити στα ελληνικά - εκτελώ, αποδίδω, διεύθυνση, τη διεύθυνση, η διεύθυνση, διεύθυνσης, διευθυνση
  • збіжний στα ελληνικά - συγκλίνουσες, συγκλίνουσα, συγκλίνουσας, συγκλίνοντα, συγκλίνουν
  • знесилювати στα ελληνικά - αχρηστεύω, απενεργοποιώ, εξασθενίζω, εξασθενίσει
  • майте στα ελληνικά - έχω, έχε, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
Τυχαίες λέξεις
Поручитель στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορηγώ, εγγυητής, χορηγός, εγγυητή, του εγγυητή, τριτεγγυητή, εγγυάται