Εγγυητής στα ουκρανικά
Μετάφραση: εγγυητής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гарант, аваліст, поручитель, Автогражданка
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγγυητής
εγγυητής σε επαγγελματική μίσθωση, εγγυητής και υπερχρεωμένα νοικοκυριά, εγγυητής σε σύμβαση μίσθωσης, εγγυητής σε δάνειο, εγγυητής δανείου, εγγυητής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εγγυητής στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εγγράφομαι στα ουκρανικά - районування, реєструвати, зареєструвати, реєструйте, вербувати, вищий навчальний заклад, вищого навчального закладу, ...
- εγγραφή στα ουκρανικά - реєстрація, оформити, вербування, оформлювати, запис
- εγγυώμαι στα ουκρανικά - підписуватися, гарантія, заставу, передплачувати, гарантування, запорука, гарантувати, ...
- εγγύηση στα ουκρανικά - завірення, завіряння, запорука, гарантування, упевненість, заставу, гарантія, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγγυητής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гарант, аваліст, поручитель, Автогражданка
Μεταφράσεις: гарант, аваліст, поручитель, Автогражданка