Потурбувати στα ελληνικά

Μετάφραση: потурбувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανησυχία, ενδιαφέρον, φασαρία, προβληματισμός, μπελάς, ταλαιπωρία, ενοχλώ, ανησυχώ, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς
Потурбувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вчених στα ελληνικά - πανεπιστήμων, επιστήμονες, οι επιστήμονες, επιστημόνων, τους επιστήμονες, των επιστημόνων
  • відтиск στα ελληνικά - στριμώχνω, στύβω, ζουλώ, Εκτύπωση, εκτύπωσης, print, τυπωμένη ύλη, ...
  • загострення στα ελληνικά - επιδείνωση, επιδεινώσεως, επιδείνωσης, την επιδείνωση, η επιδείνωση
  • зустріти στα ελληνικά - συνάντηση, αναμέτρηση, συναντώ, διαδραματίζω, συμβαίνω, συνάντησης, αντιμετωπίζουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Потурбувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανησυχία, ενδιαφέρον, φασαρία, προβληματισμός, μπελάς, ταλαιπωρία, ενοχλώ, ανησυχώ, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς