Ταλαιπωρία στα ουκρανικά
Μετάφραση: ταλαιπωρία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потурбувати, дискомфорт, біда, незручність, горе, турбота, непокоїти, дискомфорту
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταλαιπωρία
ταλαιπωρία μετάφραση, ταλαιπωρία συνώνυμα, ταλαιπωρία translate, ταλαιπωρία στην αθηνών-κορίνθου μετά την γκάφα του 100, ταλαιπωρία english, ταλαιπωρία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ταλαιπωρία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τακτοποιώ στα ουκρανικά - різновид, домовлятись, пристосовувати, прибрати, відсортувати, прибирати, різновидність, ...
- ταλέντο στα ουκρανικά - здатність, доречність, здатності, схильність, талант, хист
- ταλαιπωρώ στα ουκρανικά - засмутіть, дискомфорт, дискомфорту
- ταλαντευόμενος στα ουκρανικά - хиткий, хисткий, хибкий
Τυχαίες λέξεις
Ταλαιπωρία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: потурбувати, дискомфорт, біда, незручність, горе, турбота, непокоїти, дискомфорту
Μεταφράσεις: потурбувати, дискомфорт, біда, незручність, горе, турбота, непокоїти, дискомфорту