Λέξη: πλέγμα

Σχετικές λέξεις: πλέγμα

πλέγμα οικοδομής, πλέγμα τ196, πλέγμα περίφραξης τιμές, πλέγμα δάριγκ, πλέγμα τ92, πλέγμα περίφραξης, πλέγμα από μπετόν για γκαζόν, πλέγμα τ131, πλέγμα μπαλκονιού, πλέγμα δάριγκ τιμή

Συνώνυμα: πλέγμα

κιγκλίδωμα, εσχάρα, ηλεκτρικό δίκτυο, πλέγμα ασύρματου, βρόχος, μάτι δίκτυου, σύνδεσμος, δεσμός, συνάφεια

Μεταφράσεις: πλέγμα

πλέγμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
grid, mesh, gridiron, lattice, plexus, matrix, web

πλέγμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
malla, endentar, rejilla, reja, punto, parrilla, engranaje, red, cuadrícula, rejilla de

πλέγμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
masche, rost, bratrost, ineinandergreifen, netz, verband, eingriff, gitter, maschenweite, Gitter, Netz, Raster, Grid

πλέγμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gril, herse, maille, treillage, grillager, s'engrener, lacis, réseau, treillis, filet, griller, engrenage, grille, grillage, la grille, grille de, quadrillage

πλέγμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
filo, reticolo, griglia, reticella, inferriata, grata, rete, maglia, griglia di, grid, di griglia

πλέγμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rede, cinzento, trama, grade, cancela, alegre, grelha, grade de, de grade

πλέγμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maas, strik, hek, rooster, afrastering, netwerk, breisteek, steek, traliehek, net, Grid, raster

πλέγμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
решетка, очко, сетка, структура, зацепление, сеть, колосники, рашпер, электросеть, петля, модулятор, ячея, отверстие, сетки, сетку, сетке

πλέγμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gitter, nett, garn, maske, grid, rutenett, rutenettet, nettet

πλέγμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
maska, galler, rutnät, nätet, gallret, rutnätet

πλέγμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hila, kietominen, luukku, verkko, lukitseminen, yhteensovitus, ruudukko, verkkoon, grid, ruudukon, kantaverkon

πλέγμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
netværk, net, grid, gitter, nettet, gitteret

πλέγμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rošt, mřížoví, síť, síťovina, spleť, mříž, síťoví, zamřížovat, oko, mřížka, mřížky, grid

πλέγμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ruszt, kratka, zgryzota, zazębienie, siatka, zawikłać, uwikłać, krata, żałość, kratownica, żal, oczko, smutek, nieszczęście, sieci, siatki, grid

πλέγμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hálószem, áramhálózat, rögbipálya, rács, hálózat, hálózati, grid, hálózatra

πλέγμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şebeke, kafes, ağ, ızgara, grid, kılavuz, Izgara

πλέγμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нещодавно, брижа, сітка, ґрати, решітка, недавно, електромережа, електромережу, Таблиця, Сетка

πλέγμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrjet elektrik, rrjetit, rrjet, grid, rrjeti

πλέγμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
решетка, мрежа, мрежата, на мрежата

πλέγμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сетка

πλέγμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võrk, rest, tuharest, jalgpalliväljak, röstimisrest, võrgustik, võrgusilm, võre, võrgu, võrku, grid, võrgusüsteemi

πλέγμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rešetkast, mreža, stupica, rešetka, zamka, oko, otvor, rešetki, grid, mreže, mrežu

πλέγμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rist, Tafla, Grid, Töfluform, töflu

πλέγμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tinklas, tinklelis, tinklo, grotelės, tinklelį

πλέγμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
režģis, tīklojums, tīkls, restes, skala, režģa, režģi

πλέγμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мрежа, решетка, мрежата, решетката, патеката

πλέγμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plasă, grilaj, grilă, rețea, grila, grid, grila de

πλέγμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grid, omrežje, mreža, rešetka, omrežja

πλέγμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sluka, gril, oko, mriežka, mriežky

Στατιστικά δημοτικότητας: πλέγμα

Τυχαίες λέξεις