Λέξη: επίθετο
Σχετικές λέξεις: επίθετο
επίθετο ενεργός, επίθετο πολύς ασκήσεις, επίθετο στα αγγλικά, επίθετο πολύς-πολλή-πολύ, επίθετο γραμματική, επίθετο καταγωγή, επίθετο πολύς, επίθετο ή επίρρημα, επίθετο english
Μεταφράσεις: επίθετο
επίθετο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
surname, adjective, epithet, last name, an adjective
επίθετο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apellido, adjetivo, calificativo, adjective, adjetivo que
επίθετο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachname, zuname, adjektivisch, familienname, eigenschaftswort, Adjektiv, adjective, Adjektiv wird, Eigenschaftswort
επίθετο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sobriquet, adjectif, surmonter, surnom, adjective, qualificatif, adjectifs
επίθετο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aggettivo, cognome, adjective
επίθετο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adjectivo, apelido, cirúrgico, sobrenome, adjetivo, adjective, qualificativo
επίθετο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achternaam, van, adjectief, familienaam, bijvoeglijk naamwoord, bijvoeglijk, naamwoord
επίθετο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прозвище, прилагательное, фамилия, прилагательным, прилагательного, имя прилагательное
επίθετο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
adjektiv, etternavn, adjektivet, substantiv
επίθετο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
efternamn, adjektiv, adjektivet, adjective, adjektiv som
επίθετο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laatusana, sukunimi, adjektiivi, adjektiivin, adjective, adjektiivia, adjektiivilla
επίθετο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tillægsord, efternavn, adjektiv, adjektivet, tillægsordet, Benævnelsen
επίθετο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
adjektivum, přezdívka, adjektivní, přídomek, přízvisko, přídavné jméno, adjective, adjektiva, přídavné
επίθετο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nazwisko, przymiotnik, przezwisko, adjective, przymiotnika, przymiotnikiem, czynność
επίθετο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
melléknév, Adjective, jelző, jelzőt, melléknevet
επίθετο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soyadı, sıfat, adjective, sıfatı, sıfattır, önad
επίθετο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прізвище, прикметник, прізвисько, прилагательное, іменник
επίθετο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbiemër, mbiemri, adj, mbiemër që, mbiemër i
επίθετο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фамилия, прилагателно, прилагателното, прилагателни, прилагателен
επίθετο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыметнік
επίθετο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omadussõna, perekonnanimi, adjektiiv, liiginimi, omadussõnana, omadussõnaga, omadussõnast
επίθετο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prezimenu, nesamostalan, pridjev, zavisan, pridjevni, pridjev koji, adjective, pridjev u
επίθετο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lýsingarorð, lýsingarorðið
επίθετο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
adjectivum
επίθετο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
būdvardis, pavardė, būdvardžiu, Adjective, kimonò būdvardis
επίθετο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
adjektīvs, uzvārds, īpašības vārds, apzīmētāju, īpašības vārdu, apzīmētājs
επίθετο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
придавката, придавка, придавките, адјективот, прилагателно
επίθετο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
adjectiv, adjective, adjectivul, calificativul
επίθετο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pridevnik
επίθετο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priezvisko, adjektívny, prídavné, prídavnej, doplnkové, dodatočné
Στατιστικά δημοτικότητας: επίθετο
Τυχαίες λέξεις