Правити στα ελληνικά
Μετάφραση: правити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθύνω, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεύω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- відкоркуйте στα ελληνικά - vidkorkuyte
- знебарвлювати στα ελληνικά - χλωρίνη, λευκαντικό, αποχρωματίζω, ξεθωριάζω, ξεβάφω, αποχρωματίζει, αποχρωματίζουν
- золотошукач στα ελληνικά - Αργοναύτης, Argonaut, Αργοναυτική, την Argonaut, αργοναύτη
- казино στα ελληνικά - καζίνο, Casino, χαρτοπαικτική λέσχη, χαρτοπαικτικών λεσχών, του καζίνο
Τυχαίες λέξεις
Правити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθύνω, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεύω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα
Μεταφράσεις: ιθύνω, κανόνας, αποφασίζω, βασιλεύω, κανόνα, κράτους, κράτος, τον κανόνα