Прасувати στα ελληνικά
Μετάφραση: прасувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λείος, σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, του σιδήρου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вали στα ελληνικά - αυξάνομαι, ανεβαίνω, βουνό, όρος, άξονες, αξόνων, φρέατα, ...
- вогнетривкий στα ελληνικά - πυρίμαχος, πυρίμαχα, πυρίμαχων, πυρίμαχο, πυρίμαχου
- граф στα ελληνικά - κόμης, Earl, κόμη, ούλη κόμη, Ερλ
- личинка στα ελληνικά - κάμπια, προνύμφη, προνύμφης, προνύμφες, νύμφη
Τυχαίες λέξεις
Прасувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λείος, σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, του σιδήρου
Μεταφράσεις: λείος, σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, του σιδήρου