Працелюбний στα ελληνικά

Μετάφραση: працелюбний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εργατικός, operose
Працелюбний στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гроно στα ελληνικά - τσαμπί, δέσμη, μάτσο, συστάδα, σύμπλεγμα, συμπλέγματος, διασποράς, ...
  • затягує στα ελληνικά - εξέχω, καθυστερήσεις, καθυστερήσεων, καθυστέρηση, οι καθυστερήσεις, τις καθυστερήσεις
  • лишатись στα ελληνικά - κατάλοιπο, να, για να, σε, για, με
  • мерзотник στα ελληνικά - σκορβούτο, nithing
Τυχαίες λέξεις
Працелюбний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εργατικός, operose