Εργατικός στα ουκρανικά
Μετάφραση: εργατικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
працелюбний, старанний, запопадливий, ретельний, працьовитий, працьовита, роботящий, працелюбна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εργατικός
εργατικός νόμος, εργατικός αγώνας blogspot, εργατικός αγώνας, εργατικός κώδικας, εργατικός τουρισμός, εργατικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εργατικός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εργασία στα ουκρανικά - багатослівний, діяльність, роботи, заняття, застосування, словесний, зайняття, ...
- εργαστήριο στα ουκρανικά - лабораторія, лабораторію
- εργοδηγός στα ουκρανικά - технік, бригадир, майстре, майстер, виконроб, старий, старик, ...
- εργοδότης στα ουκρανικά - наймач, працедавець, підприємець, споживач, роботодавець
Τυχαίες λέξεις
Εργατικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: працелюбний, старанний, запопадливий, ретельний, працьовитий, працьовита, роботящий, працелюбна
Μεταφράσεις: працелюбний, старанний, запопадливий, ретельний, працьовитий, працьовита, роботящий, працелюбна