Привласнювати στα ελληνικά
Μετάφραση: привласнювати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάλληλος, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Μεταφράσεις
- антитіло στα ελληνικά - αντίσωμα, αντισώματος, αντισωμάτων, αντισώμα, αντισώματα
- вигорати στα ελληνικά - καίω, καψαλίζω, σβήνω, καεί, καίγονται, φθαρεί, κάψει
- жалісний στα ελληνικά - συμπονετικός, θλιβερή, αξιοθρήνητη, αξιολύπητη, αξιοθρήνητα
- лоток στα ελληνικά - δίσκος, δίσκο, δίσκου, θήκη, συρτάρι
Τυχαίες λέξεις
Привласнювати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάλληλος, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Μεταφράσεις: κατάλληλος, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες