Οικειοποιούμαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: οικειοποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
привласнювати, привласнити, відповідний, oikeiopoioumai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικειοποιούμαι
οικειοποιούμαι αντωνυμα, οικειοποιούμαι συνώνυμο, οικειοποιούμαι στα αγγλικα, οικειοποιούμαι συνωνυμα, οικειοποιούμαι αντωνυμο, οικειοποιούμαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, οικειοποιούμαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- οθόνη στα ουκρανικά - являти, пересторогу, остереження, продемонструвати, наставляння, дисплей, показ, ...
- οικείος στα ουκρανικά - залякування, інтимність, знайомий, знайоме, знайома
- οικειότητα στα ουκρανικά - фамільярність, обізнаність, близькі, близькість
- οικιακός στα ουκρανικά - родина, господарство, національна, домашній, внутрішньодержавний, сім'я, семья
Τυχαίες λέξεις
Οικειοποιούμαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: привласнювати, привласнити, відповідний, oikeiopoioumai
Μεταφράσεις: привласнювати, привласнити, відповідний, oikeiopoioumai