Придаток στα ελληνικά

Μετάφραση: придаток, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσάρτημα, παράρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
Придаток στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • адже στα ελληνικά - όμως, επειδή, διότι, λόγω, γιατί
  • видаток στα ελληνικά - κατηγορία, δαπάνη, κατανάλωση, φροντίδα, δαπάνες, φθίση, έξοδο, ...
  • кабала στα ελληνικά - δουλεία, δουλείας, δεσμά, αλύτρωτος, τη δουλεία
  • кактус στα ελληνικά - κάκτος, κάκτων, κάκτο, κάκτου, κάκτους
Τυχαίες λέξεις
Придаток στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσάρτημα, παράρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση