Придаток στα ελληνικά
Μετάφραση: придаток, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσάρτημα, παράρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
![Придаток στα ελληνικά Придаток στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-uk-gr-14827.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адже στα ελληνικά - όμως, επειδή, διότι, λόγω, γιατί
- видаток στα ελληνικά - κατηγορία, δαπάνη, κατανάλωση, φροντίδα, δαπάνες, φθίση, έξοδο, ...
- кабала στα ελληνικά - δουλεία, δουλείας, δεσμά, αλύτρωτος, τη δουλεία
- кактус στα ελληνικά - κάκτος, κάκτων, κάκτο, κάκτου, κάκτους
Τυχαίες λέξεις
Придаток στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσάρτημα, παράρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση
Μεταφράσεις: προσάρτημα, παράρτημα, εξάρτημα, προσαρτήματος, απόφυση, προσάρτηση